ἄζωστος

ἄζωστος
ἄζωστος, ον, ([etym.] ζώννυμι)
A ungirt, from haste, Hes.Op.345, Call.Fr. 225; not girded, Pl.Lg.954a; unarmed, SIG527.140 (Dreros, iii B. C.), Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄζωστος — ungirt masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άζωστος — η, ο (Α ἄζωστος, ον) αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένος αρχ. ο μη οπλισμένος, άοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. τού ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)] …   Dictionary of Greek

  • άζωστος — η, ο αυτός που δεν είναι ζωσμένος: Στο Βυζάντιο καμιά γυναίκα ανώτερης κοινωνικής τάξης δεν έπρεπε να είναι άζωστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄζωστον — ἄζωστος ungirt masc/fem acc sg ἄζωστος ungirt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζώστοις — ἄζωστος ungirt masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζώστου — ἄζωστος ungirt masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζώστους — ἄζωστος ungirt masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζώστων — ἄζωστος ungirt masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζώστῳ — ἄζωστος ungirt masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄζωστοι — ἄζωστος ungirt masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άζωνος — η, ο (AM ἄζωνος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν φορά ζώνη, ο άζωστος αρχ. μσν. ο μη περιορισμένος από ζώνες ή χώρες, ο μη επιχώριος (ιδιαίτερα για θεούς, τών οποίων η λατρεία ήταν διαδεδομένη παντού και όχι μόνο σε ορισμένη περιοχή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”